- φολιδούμαι
- -όομαι, Α [φολίς, -ίδος]καλύπτομαι με φολίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφολίδωτος — η, ο (Μ ἀφολίδωτος, ον) [φολιδούμαι] αυτός που δεν έχει φολίδες, ο μη φολιδωτός … Dictionary of Greek
φολιδωτός — ή, ό / φολιδωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φολιδοῡμαι] 1. (κυρίως για ερπετό) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο δέρμα του (α. «το δέρμα τού φιδιού είναι φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ δέρμα φολιδωτόν ἐστι», Διόδ.) 2. (για πράγμ.)… … Dictionary of Greek